- νηγάτεος
- νηγάτεος, -έη, -ον (Α)πιθ. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νέος, καινούργιος («χιτώνα καλόν, νηγάτεον» Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Πιθανολογείται η σύνδεση της με αρχ. ινδ. ahata «αυτός που δεν έχει φορεθεί (για ρούχα)» ή με ρωσ. snag, τσεχοσλ. snaha «καθαριότητα». Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από *νήγατος και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *nē(i)g- «πλένω» ή πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό συνδεόμενο με τη λ. νέος (πρβλ. νη [III]) και β' συνθετικό από το ρ. γίγνομαι. Τέλος, η σύνδεση με τον τ. τού αρχ. μακεδονικού ανήγατος «νέος» δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.